- τουστούν
- τοὐστοῦνὀστοῦν , ὀστέονd Fr.neut nom /voc /acc sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τοὐστοῦν — ὀστοῦν , ὀστέον d Fr. neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίστημι — και προσιστῶ, άω, Α [ἵστημι] 1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.) 2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.) 3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη 4. σταματώ 5.… … Dictionary of Greek